ῥητορικός

ῥητορικός
ῥητορ-ικός, ή, όν,
A oratorical, ἡ ῥητορική (sc. τέχνη) rhetoric, Pl.Phdr.266d, Phld.Rh.1.187 S.; τὸ ῥ. Pl.Phdr.266c, Plt.304e; τὰ ῥ. D.L.4.49, etc.; ῥ. δειλίαν ὁ δημόσιος καιρὸς οὐκ ἀναμένει an orator's timidity, Aeschin.3.163; ῥ. γραφή an indictment against an orator ([etym.] παρανόμων), Is.Fr.64 S. Adv.

-κῶς Pl.Grg.471e

, Aeschin. 1.71, Arist.Po.1450b8, Phld.Rh.2.134 S.: [comp] Comp.,

-ώτερον λέγεσθαι D.H.Is.8

.
2 of persons, skilled in speaking, fit to be an orator, Isoc.3.8, Pl.Phdr.260c, 272d, al.; φύσει ῥ. ib.269d, etc.; σχολαστικὸς ῥ. OGI693 ([place name] Egypt).
b student, Lib.Or.14.62.
3 belonging to a

ῥήτωρ, δοῦλος Stud.Pal.1.67.289

(i A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥητορικός — oratorical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρητορικός — ή, ό / ῥητορικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥήτωρ, ορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήτορα ή στη ρητορεία (α. «ρητορική τέχνη» β. «ῥητορικὴ δεινότης» πάπ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ρητορική σύνολο κανόνων τού προφορικού λόγου και ιδίως τής δημηγορίας, που …   Dictionary of Greek

  • ρητορικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει να κάνει με το ρήτορα ή τη ρητορεία: Οι ρητορικοί λόγοι δε συνηθίζονται πια σήμερα· το θηλ. ως ουσ., ρητορική, η η τέχνη να ρητορεύει κανείς: Η ρητορική καλλιεργήθηκε στην αρχαία Αθήνα στα χρόνια της δημοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥητορικά — ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc pl ῥητορικά̱ , ῥητορικός oratorical fem nom/voc/acc dual ῥητορικά̱ , ῥητορικός oratorical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορικώτερον — ῥητορικός oratorical adverbial comp ῥητορικός oratorical masc acc comp sg ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορικῶν — ῥητορικός oratorical fem gen pl ῥητορικός oratorical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορικόν — ῥητορικός oratorical masc acc sg ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορικώτατα — ῥητορικός oratorical adverbial superl ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορικώτατον — ῥητορικός oratorical masc acc superl sg ῥητορικός oratorical neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορικαῖς — ῥητορικός oratorical fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητορικαί — ῥητορικός oratorical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”